Πάρη Ζαγούρα Επιμελήτρια ανηλίκων – Συνέντευξη.

Διαβάζοντας την σχετικά πρόσφατη συνέντευξη της κυρίας Ζαγούρα Εγκληματολόγου και Επιμελήτριας Ανηλίκων στο Δδιαδικτυακό Περιοδικό «The Art of Crime» δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να ανιχνεύσουμε τους λόγους, για τους οποίους επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε το περιεχόμενο της αυτούσιο:

Μεστές τοποθετήσεις, παρεμβατική προσέγγιση, κριτική θεώρηση και φυσικά ουσιώδεις προτάσεις.

Η κα Ζαγούρα σχολιάζει την πραγματικότητα των Εγκληματολόγων,   της Εγκληματολογίας, των Παραβατικών Ανγηλίκων και όχι μόνο…

Ας μας επιτραπεί προλογικά να αντιγράψουμε μια εξαιρετικά επίκαιρη παραίνεση της εν είδη πρόγευσης της ανάγνωσης της συνέντευξης της, υπέρ της οποίας αναμφίβολα προτρέπουμε:

«Εδώ και τώρα, όμως, απαιτείται οι εγκληματολόγοι να πάρουν θέση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα και να αρθρώσουν έναν παρεμβατικό πολιτικό λόγο.»

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν:

Πάρη Ζαγούρα Επιμελήτρια ανηλίκων  – Συνέντευξη.

WHO IS WHO

Όνομα: Πάρη (Παρασκευή)

Επώνυμο: Ζαγούρα

Επάγγελμα-ιδιότητα: Επιμελήτρια Ανηλίκων

Αγαπημένο ανάγνωσμα: Μπωντλέρ, Τα άνθη του κακού

Αγαπημένος σκηνοθέτης, κινηματογραφική ταινία: Είμαι φανατική του Μπέργκμαν και του Ντράγιερ, ξεχώρισα πάντως την πρόσφατη σχετικά ταινία του Χάνεκε, Η λευκή κορδέλα.

Μουσική που προτιμά: Τον Μπαχ, αναμφίβολα.

Ενδιαφέροντα: Τραγούδι, χορός, πεζοπορία.

Αγαπημένος εκδρομικός προορισμός: Το αρχαίο θεατράκι κάτω από την Τρυπητή της Μήλου.

Ποιες σπουδές έχετε κάνει και πώς ασχοληθήκατε με την Εγκληματολογία;

Ολοκλήρωσα τις νομικές μου σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990. Επέλεξα να σπουδάσω τη νομική επιστήμη γιατί η ευρεία γνώση που παρέχει και η σκέψη την οποία καλλιεργεί επιτρέπουν την ανάλυση των θεσμών, την κατανόηση και αποκωδικοποίηση της κοινωνικής λειτουργίας και τις σχέσεις και μηχανισμούς εξουσίας που παράγονται. Από την Εγκληματολογία γοητεύτηκα από το πρώτο έτος. Τα εγκληματολογικά μαθήματα ήσαν ιδιαίτερα δημοφιλή καθώς οι καθηγητές Σπινέλλη και Κουράκης και οι τότε συνεργάτες τους, σημερινοί επίκουροι καθηγητές, Κρανιδιώτη και Κουλούρης, σε κλίμα ισοτιμίας και οικειότητας, εφάρμοζαν στην πράξη συνεργατικές εκπαιδευτικές διαδικασίες για τους φοιτητές, μέσα από την εκπόνηση επιστημονικών εργασιών, τη συμμετοχή σε έρευνες και σε ολοήμερες βιωματικές επισκέψεις σε χώρους κράτησης κ.λπ. Όλη αυτή η δυναμική αποτέλεσε και τη βάση ίδρυσης στη συνέχεια του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών και μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι από τις ενθουσιώδεις εκείνες φουρνιές φοιτητών βγήκαν συνειδητοποιημένοι επιστήμονες, εγκληματολόγοι, δικηγόροι, εισαγγελείς, δικαστές που εργάζονται με πάθος για τα δικαιώματα του ανθρώπου στο επάγγελμά τους αλλά και στον κοινωνικό τους βίο.

Τελειώνοντας τις βασικές μου σπουδές στα νομικά αναζήτησα ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο εμβάθυνσης στις εγκληματολογικές επιστήμες όπου θα μπορούσα να διδαχθώ κατά τρόπο συστηματικό μαθήματα του τομέα κοινωνιολογίας και του τομέα ψυχολογίας και να εκπαιδευτώ στην έρευνα και στις εφαρμογές της εγκληματολογίας και στην αντεγκληματική πολιτική. Η συνάντησή μου με τον καθηγητή Δημήτρη Καλογερόπουλο υπήρξε καθοριστική και με οδήγησε χωρίς δεύτερη σκέψη στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών (ULB), στη Σχολή Εγκληματολογικών Επιστημών, όπου και ολοκλήρωσα πενταετές πρόγραμμα εγκληματολογικών σπουδών, λαμβάνοντας και τον αντίστοιχο πανεπιστημιακό τίτλο. Θέλω εδώ να τονίσω ότι οι απόφοιτοι της Σχολής αυτής έχουν στο Βέλγιο κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα και τούτο όχι άδικα καθώς εκπαιδεύονται συστηματικά, στη θεωρία και στην πράξη (μέσω θεωρητικών μαθημάτων, υποχρεωτικών εργαστηρίων, συγγραφής και δημόσιας υποστήριξης πτυχιακής εργασίας και δίμηνης πρακτικής άσκησης) σε όλους τους τομείς που καταπιάνονται με την παραγωγή του εγκληματικού φαινομένου και την κοινωνική αντίδραση σε αυτό. Ενδεικτικά, στο πλαίσιο αυτό, είχα την ευκαιρία, σε μια ζωηρή περίοδο προβληματισμού και συζήτησης για την αντεγκληματική πολιτική, να μετέχω σε συγκριτικές ευρωπαϊκές έρευνες και να δω από κοντά τη λειτουργία πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων (όπως στο Institut de Sociologie du droit et de la Justice του ULB) και κέντρων απεξάρτησης (όπως στο γνωστό Νοσοκομείο Marmottan υπό τη διεύθυνση του Claude Olivenstein στο Παρίσι) καθώς και να μελετήσω σε βάθος τη χάραξη πολιτικών σε τοπικό/κοινοτικό επίπεδο και τη δράση διεθνών κινημάτων, όπως το αντιαπαγορευτικό. Η συζήτηση αυτή έχει ενδιαφέρον για την αναζήτηση ενός πλαισίου αναφοράς πλουραλιστικής κατάρτισης του εγκληματολόγου.

Παράλληλα, την ίδια περίοδο, ολοκλήρωσα στη Νομική Σχολή του ULB και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Συγκριτικό Δίκαιο με έμφαση στο Ποινικό Δίκαιο και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πεδία ειδικότερης ενασχόλησής μου αποτέλεσαν η γεωπολιτική και οι πολιτικές διαχείρισης των ναρκωτικών, η τρομοκρατία και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

Το 2010 εκδόθηκε από τη Σειρά δημοσιεύσεων του Εργαστηρίου ο «Οδηγός Μεταπτυχιακών Σπουδών στις Εγκληματολογικές Επιστήμες» που περιλαμβάνει πληθώρα προγραμμάτων σπουδών από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Είχατε το συντονισμό της έρευνας και την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης. Πώς βλέπετε την εκπαίδευση των εγκληματολόγων σε αναφορά με το ρόλο τους;

Για την έρευνα και τη συστηματική καταγραφή των προγραμμάτων σπουδών χρειάστηκε να συγκροτηθεί πολυεπιστημονική ομάδα και τούτο αποτελεί και τεκμήριο για το μερίδιο της Εγκληματολογίας στις οικογένειες των κοινωνικών επιστημών, της ψυχολογίας και της νομικής αντίστοιχα. Η συζήτηση για τη συνοχή και τη διάχυση της ταυτότητας της Εγκληματολογίας είναι μεγάλη. Εδώ και τώρα, όμως, απαιτείται οι εγκληματολόγοι να πάρουν θέση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα και να αρθρώσουν έναν παρεμβατικό πολιτικό λόγο.

Όπως σχολιάσαμε και κατά τις εργασίες του διεθνούς συνεδρίου με θέμα «Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπισή της και η επιστήμη της Εγκληματολογίας», σε ένα πρώτο επίπεδο ο εγκληματολόγος καλείται να ερευνήσει το εγκληματικό φαινόμενο, να στελεχώσει τους θεσμούς της ποινικής δικαιοσύνης και ευρύτερα τους κοινωνικούς θεσμούς, και να συνομιλήσει με τους εγκληματούντες. Κατά τη συνομιλία αυτή, αποτελεί ζητούμενο να μπορεί ο εγκληματολόγος να αποκωδικοποιεί το φαινόμενο το οποίο μελετά, καθώς και να αναγνωρίσει τη θέση των πληθυσμών στους οποίους παρεμβαίνει σε μια ορισμένη κοινωνική και οικονομική τάξη πραγμάτων χωρίς να παραγνωρίζει και την ατομική τους κατάσταση στη συγκεκριμένη συγκυρία. Έτσι μόνο θα είναι σε θέση να διεκδικήσει και, στην πορεία, να επιφέρει αλλαγές στην κατεύθυνση της κοινωνικής τους αποκατάστασης, αλλαγές που θα προκύψουν μόνο μέσα από μια αναδόμηση της σχέσης τους με το κοινωνικό όλον. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εγκληματολόγος είναι μοιραίο να λειτουργήσει ως τεχνικός εφαρμογών σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες και στα στενά πλαίσια που η τάξη πραγμάτων θα επιτρέπει.

Έτσι, ο εγκληματολόγος καλείται α) να κατακτήσει υψηλό και εκλεπτυσμένο επίπεδο συνειδητοποίησης κατά την ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας και της κοινωνικής παραγωγής των εγκληματούντων πληθυσμών,  β) να κατανοήσει βαθειά τη λειτουργία των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης και ευρύτερα της κοινωνίας που είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της θέσης των πληθυσμών αυτών, ιδιαίτερα δε να συλλάβει την αναγκαιότητα αναθεώρησης ή και κατάργησής τους εάν δεν συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή, γ) να συμμετέχει ενεργά στην επεξεργασία και τεκμηρίωση σχεδίων κοινωνικής πολιτικής για τη συνολική διαχείριση των δυσκολιών των πληθυσμών αυτών, δ) ακόμη και να διαπραγματευθεί με την κοινωνία και τους φορείς εξουσίας τα ζητήματα αυτά για λογαριασμό τους καθώς, συνήθως, έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Είναι προφανές ότι για να ανταποκριθεί ο εγκληματολόγος στην πολυσήμαντη αυτή αποστολή και για να συνθέσει τους ρόλους αυτούς προϋποτίθεται ότι είναι σε θέση να συγκροτήσει και να εντάξει τις θεωρητικές και πρακτικές του γνώσεις σε ένα ενιαίο σύστημα ερμηνείας, δυναμικό και στέρεο συνάμα, και να μορφώσει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του γνωστικού του αντικειμένου. Η διεπιστημονικότητα, από την οποία ο κλάδος εμπλουτίζεται, και η εξειδίκευση, χάρη στην οποία γίνονται οι κατάλληλες επιλογές για το κάθε ζήτημα, αντλούν την τεκμηρίωση και την αξιοπιστία τους από την ενιαία αυτή βάση-θεμέλιο, επάνω στην οποία και συναρμολογούνται. Ως εκ τούτου, ζητούμενο δεν είναι απλά να καταρτίσουμε τον εγκληματολόγο δίνοντάς του πρόσβαση στην επισωρευμένη εγκληματολογική  γνώση ή, άλλως, σε ένα άθροισμα γνώσεων, παρά είναι αναγκαίο να του επικοινωνήσουμε την ιστορικότητα και την πολιτική φύση της επιστήμης του και ταυτόχρονα να του παράσχουμε το πλαίσιο, ώστε να αναπτύξει διανοητικά εργαλεία, πολιτική οξυδέρκεια και κριτική ικανότητα. Είναι σημαντικό τα προγράμματα σπουδών να εσωτερικεύσουν και να πληρούν σε υψηλό επίπεδο την ανάγκη αυτή και ασφαλώς πολλά είναι τα ακαδημαϊκά πλαίσια που συστηματικά εργάζονται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ποια είναι η σημερινή σας επαγγελματική θέση;

Από το έτος 2001, και μετά από μια δημιουργική διαδρομή στην ποινική δικηγορία, υπηρετώ στον κλάδο των Επιμελητών Ανηλίκων του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών. Για τον μαχόμενο εγκληματολόγο ο χώρος αυτός είναι γεμάτος προκλήσεις. Πρόκειται για ένα ζωντανό εγκληματολογικό εργαστήριο όπου ο επαγγελματίας έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει και να εφαρμόσει τις γνώσεις του σε μάκρο, μέσο και μίκρο επίπεδο, καθώς εργάζεται με παιδιά και οικογένειες στο πεδίο της πρόληψης και της κοινωνικής ένταξης, συνομιλεί με τα υποσυστήματα της ποινικής δικαιοσύνης και τους εξωποινικούς θεσμούς κοινωνικού ελέγχου και μετέχει άμεσα και έμμεσα στη διαμόρφωση πολιτικής, αφού ο Επιμελητής Ανηλίκων αποτελεί το μοναδικό διαρκή και σταθερό θεσμό διαχείρισης της ένδικης παραβατικότητας των ανηλίκων. Εσωτερικά, ο κλάδος των επιμελητών ανηλίκων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, αν και ενιαίος ως προς τα καθήκοντα των επιμελητών, είναι πολυσυλλεκτικός όσον αφορά στην επιστημονική του σύνθεση: στους κόλπους του υπηρετούν κοινωνικοί λειτουργοί, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, νομικοί, πολιτικοί επιστήμονες, οι νεότεροι των οποίων διαθέτουν περισσότερα πτυχία ή/και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αν και η διεπιστημονική μέθοδος δεν αποτελεί επίσημο εργαλείο της δουλειάς μας, η πολυσυλλεκτικότητα του κλάδου συνιστά και το πλεονέκτημά του, καθώς είναι δυνατόν μέσα από τον δημιουργικό διάλογο των διαφορετικών ειδικοτήτων να προκύψουν ενιαία πρότυπα αποτελεσματικής παρέμβασης στο πεδίο.

Ποια είναι η εικόνα της ένδικης παραβατικότητας των ανηλίκων σήμερα, σε σχέση και με το παρελθόν;

Η παραβατικότητα των ανηλίκων που φθάνει στα δικαστήρια, με βάση τα στατιστικά στοιχεία που σε ετήσια βάση επιμελούνται οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων, δεν παρουσιάζει προς το παρόν ανησυχητική αύξηση, τουλάχιστον στην Αθήνα. Ποιοτικά βέβαια θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει ότι το μερίδιο των παραβάσεων ΚΟΚ στη δικαστική ύλη έχει μειωθεί και έχουν αυξηθεί τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, κυρίως οι κλοπές, αν και στην πλειονότητά τους αφορούν μηχανάκια και θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να χαρακτηρίζονται ως κλοπές χρήσης. Οι υποθέσεις που αφορούν πλημμεληματικές παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών παραμένουν σε σταθερό επίπεδο. Το μερίδιο των κακουργηματικών παραβάσεων παρουσιάζει σταδιακή αύξηση καθώς και η ομαδική παραβατικότητα και η παραβατικότητα με στοιχεία βίας. Αναμφισβήτητα τα Δικαστήρια, και μοιραία οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων, ασχολούνται με μεγαλύτερη έμφαση (πλήθος υποθέσεων και εύρος ποινικής μεταχείρισης) με αλλοδαπούς και γενικότερα με ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (ρομά κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση των Δικαστηρίων εξαρτάται από τους τομείς δράσης στους οποίους δίνεται έμφαση από τις διωκτικές αρχές και για το λόγο αυτό πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στις αξιολογήσεις μας.

Οκτώ χρόνια μετά το νόμο του 2003, πώς αξιολογείτε την εφαρμογή της αναμορφωμένης ποινικής νομοθεσίας των ανηλίκων;

Η νομοθεσία του 2003 αποτέλεσε τομή για το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων, εμπεδώνεται όμως σταδιακά από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, κυρίως ελλείψει κεντρικού διυπουργικού σχεδιασμού, υποστηρικτικών δομών και ανθρώπινου δυναμικού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αναμορφωτικά μέτρα οργανώνονται πλέον γύρω από τρεις άξονες α) σε μέτρα συμβουλευτικής διαπαιδαγώγησης, κυρίως όσα δίνουν έμφαση σε μια φυσική, διαπροσωπική επικοινωνία του ανηλίκου και της οικογένειας με τον εκπρόσωπο της δικαιοσύνης, όπως είναι η επίπληξη, η υπεύθυνη επιμέλεια γονέων, η αναδοχή, η επιμέλεια και η εντατική επιμέλεια Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων, δηλ. κλασικά κυρίως μέτρα του προτύπου πρόνοιας, που ωστόσο αποκτούν νέα διάσταση υπό την επίδραση του δικαιικού προτύπου, στην κατεύθυνση των απολύτως αναγκαίων παρεμβάσεων, και του συμμετοχικού προτύπου, στην κατεύθυνση της δημιουργίας και αξιοποίησης δικτύων για την παροχή κατάλληλων και βέλτιστων υπηρεσιών, β) σε μέτρα κοινωνικής ένταξης, κυρίως όσα δίνουν έμφαση στην απόκτηση από τον ανήλικο εφοδίων για την ομαλή ψυχοκοινωνική του ανέλιξη, όπως η παρακολούθηση γενικών και ειδικών προγραμμάτων στην κοινότητα, εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση, και γ) σε μέτρα αποκατάστασης/επανόρθωσης της ζημίας, όσα δηλ. δίνουν έμφαση στην αποκατάσταση του θύματος, συμβολική ή πραγματική επανόρθωση της βλάβης, όπως η συνδιαλλαγή δράστη και θύματος, η αποζημίωση του θύματος, η κοινωφελής εργασία, δηλ. μέτρα συμμετοχικής δικαιοσύνης όπου ενεργό ρόλο παίζουν όλα τα μέρη: δράστης, θύμα, κοινότητα. Η πρώτη ομάδα μέτρων εξακολουθεί να έχει το προβάδισμα, ενώ μέτρα των άλλων ομάδων προτείνονται και επιβάλλονται σπάνια αυτοτελώς, αρκετές όμως φορές ως πρόσθετα (της πρώτης ομάδας) αναμορφωτικά μέτρα ή όροι. Για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων μέτρων είναι αναγκαίο να πιστοποιηθούν οι φορείς που είναι σε θέση να προσφέρουν το κατάλληλο πεδίο για την εφαρμογή τους (π.χ. φορείς υλοποίησης προγραμμάτων στην κοινότητα), να τυποποιηθούν, με γνώμονα το συμφέρον των ανηλίκων, οι διαδικασίες και οι όροι επιβολής και υλοποίησής τους (π.χ. για την εφαρμογή της κοινωφελούς εργασίας) και να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο πλαίσιο διεταιρικής συνεργασίας και κοινωνικής ευθύνης με κανόνες, καλές πρακτικές και δεσμευτική κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους ποινικούς και εξωποινικούς φορείς (δημόσιους, ΜΚΟ). Οι τελευταίοι είναι αναγκαίο να ενημερωθούν και να ευαισθητοποιηθούν για τις ειδικές ανάγκες του εν λόγω πληθυσμού, ώστε να συμπεριλαμβάνουν στα προγράμματά τους  στοχευμένες δράσεις διαρκείας.

Από την άλλη, παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια μια σχετική απομάκρυνση από την επιβολή του μέτρου της υπεύθυνης επιμέλειας γονέων, δηλωτική ενδεχομένως της δυσπιστίας απέναντι στον κοινωνικά μεταβαλλόμενο ρόλο της οικογένειας και στην κοινωνικοποιητική της ισχύ. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η επιβολή του μέτρου αυτού ενδυναμώνει το διαπαιδαγωγικό και προστατευτικό περιεχόμενο της γονικής μέριμνας, ενώ επικυρώνει στη συνείδηση του παιδιού τα όρια στην κοινωνική συμβίωση, τα οποία ενσαρκώνονται από τους γονείς, και επενεργεί θετικά στον επαναπροσδιορισμό των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Η υποστήριξη της οικογένειας, όταν είναι αναγκαία, είναι σκόπιμο να επιδιώκεται στον ευρύτερο χώρο της πρόνοιας και των κοινωνικών υπηρεσιών. Ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κατάλληλο φυσικό οικογενειακό περιβάλλον θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργούμε ένα τέτοιο, μέσα από το θεσμό της αναδοχής και την υποστήριξη του ανάδοχου γονιού σε καθημερινή βάση από οργανωμένα κέντρα ημέρας. Γενικότερα, η υποστήριξη του παιδιού στο πλαίσιο της φυσικής, στενής ή ευρείας συγγενικής, ή και υποκατάστατης οικογένειας και μάλιστα εκτός συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, μέσα στον κοινωνικό χώρο όπου το παιδί αναπτύσσεται φυσικά – και ο οποίος καλείται να του αναγνωρίζει δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος αμφισβήτησης, και παράλληλα υποχρεώσεις – αποτελεί ζητούμενο. Η παραμονή του παιδιού και της οικογένειας στο περιβάλλον της ποινικής δικαιοσύνης για την παροχή συμβουλευτικής, υπό το καθεστώς της επιμέλειας, δηλαδή της επιτήρησης, των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων, εκτιμώ ότι θα πρέπει να επιλέγεται μόνο εφόσον ηπιότερα ή/και ειδικότερα μέτρα (διαμεσολάβηση, ειδικά προγράμματα) δεν αποδεικνύονται επαρκή.

Ποια η γνώμη σας για την αποχή από ποινική δίωξη και την εφαρμογή της;

Θα ήταν ειδικοπροληπτικά σημαντικό να εφαρμόζεται σε όλες τις πλημμεληματικής, πολλώ δε μάλλον πταισματικής, φύσης υποθέσεις εφόσον ο ανήλικος αποδέχεται ελεύθερα την πράξη του και δεν έχει ξαναπαραβεί το νόμο, καθώς και να συνοδεύεται, όταν είναι αναγκαίο, από άτυπες διαδικασίες παραπομπής σε κοινοτικούς φορείς ή από επίσημες διαδικασίες διαμεσολάβησης, συμβολικού χαρακτήρα. Τούτο προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους της διαδικασίας από το ακροατήριο στο στάδιο της άσκησης της ποινικής δίωξης και την αναδιοργάνωση όλου του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης των ανηλίκων στην κατεύθυνση αυτή. Γενικότερα πάντως, για την αποδικαστηριοποίηση, μέσω της ευρείας αποχής από την ποινική δίωξη, οι Εισαγγελίες Ανηλίκων θα πρέπει α) να ενισχυθούν οργανικά, με ανθρώπινο δυναμικό (επιμελητές ανηλίκων) εκπαιδευμένο, μεταξύ άλλων, στη διαμεσολάβηση, β) να διασυνδεθούν λειτουργικά, με δίκτυο υπηρεσιών έγκαιρης παρέμβασης, γ) να υποστηριχθούν διοικητικά. Αντίθετα, τα Δικαστήρια είναι σκόπιμο να φέρουν το βάρος της έγκαιρης εκδίκασης υποθέσεων που χρήζουν μεγαλύτερης προσοχής ή ανηλίκων που λόγω επανειλημμένων διαπράξεων χρήζουν αυξημένης φροντίδας.

Πώς εκτιμάτε τις επιδιωκόμενες από τη νομοθεσία του 2010 βελτιώσεις της ποινικής νομοθεσίας  για τους ανήλικους δράστες;

Αναφορικά με τις βελτιώσεις που επιχειρήθηκαν με τους νόμους του 2010, αυτές απηχούν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις τις οποίες οι επιμελητές ανηλίκων είχαν έγκαιρα καταθέσει, και τις οποίες μάλιστα είχατε την ευγένεια να φιλοξενήσετε σε προηγούμενο τεύχος σας. Ειδικότερα, όσον αφορά στις διατάξεις για την επιβολή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο νόμος του 2010, που περιορίζει τη δυνατότητα αυτή αποκλειστικά σε κακουργήματα βίας ή κακουργήματα που τελούνται κατ’ επάγγελμα ή κατ΄ εξακολούθηση, κινείται αναμφίβολα στη θετική κατεύθυνση, ιδιαίτερα εάν σκεφθεί κανείς την επανάκαμψη των τιμωρητικών τάσεων στην ποινική μεταχείριση των ανηλίκων στις ΗΠΑ και μερικώς στην Ευρώπη. Θα πρέπει, ωστόσο, να επανεξετασθεί το πλαίσιο επιβολής και εφαρμογής του αναμορφωτικού εγκλεισμού σε ιδρύματα αγωγής, να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα αναστολής και μετατροπής του περιορισμού, καθώς και να αντιμετωπισθεί άμεσα η οδυνηρή πραγματικότητα του εγκλεισμού των ανηλίκων και νεαρών ενηλίκων στα ειδικά καταστήματα μέσα από τον συνολικό ανασχεδιασμό της κράτησής τους (συνθήκες/πρόγραμμα διαβίωσης, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, διάδραση με την κοινωνία, ημιελεύθερη διαβίωση, ειδική μέριμνα για τις ανήλικες κρατούμενες, ολοκληρωμένα προγράμματα απεξάρτησης, διαχωρισμός των κρατουμένων 15-18 ετών, ελαχιστοποίηση της κράτησης κ.λπ.). Σημαντική επίσης χαρακτηρίζεται και η ενίσχυση της δικονομικής θέσης του ανήλικου κατηγορούμενου, μέσω της πρόβλεψης του αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης στα κακουργήματα, η προστασία όμως αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζεται κατά τρόπο ουσιαστικό ήδη από το στάδιο της προανάκρισης (μέσω του θεσμού της νομικής συμπαράστασης) και σε κάθε περίπτωση να πραγματοποιείται η έγκαιρη και ταχεία ενημέρωση των γονιών, ώστε να διαφυλάσσεται η σωματική και ψυχική ακεραιότητα των ανηλίκων κατά τη σύλληψη και στα αστυνομικά τμήματα, καθώς και να αποφεύγεται η ποινικοποίηση όχι μόνο συμπεριφορών αλλά και κοινωνικών ομάδων.

Με την πρόσφατη πάντως νομοθεσία η ύλη των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων αυξάνει και είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορισθεί η σχέση των υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης με υπηρεσίες άλλων υπουργείων και φορείς, οι οποίοι καλούνται όχι μόνο από την ποινική νομοθεσία αλλά κυρίως από τις κοινωνικές συνθήκες να υπηρετήσουν την προστασία της νεότητας που υπαγορεύεται από το Σύνταγμα. Βασικός συνομιλητής μας, μεταξύ άλλων, εκτιμώ ότι είναι το Υπουργείο Παιδείας και μαζί να ενσκήψουμε σε φαινόμενα ενδοσχολικής βίας, εξάρτησης και βίας μέσω διαδικτύου, σχολικής διαρροής κ.λπ.  Αξιόλογη είναι η προσπάθεια που καταβάλλεται από το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ) στην κατεύθυνση του εθνικού συντονισμού φορέων, είναι σημαντικό όμως για την επιτυχία και την εμπέδωση του εγχειρήματος να εμπλακεί στη διαδικασία αυτή τόσο η δημόσια διοίκηση όσο και το δικαστικό σύστημα, στο βαθμό που παραμένουν οι βασικοί μηχανισμοί λειτουργίας του συστήματος.

Πώς βλέπετε, ειδικότερα, τώρα και στο μέλλον, το ρόλο του Επιμελητή Ανηλίκων;

Σε ένα συνεκτικό και ενοποιημένο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για ανηλίκους και στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της ποινικής καταστολής, ο Επιμελητής Ανηλίκων θα μπορούσε να αναβαθμισθεί σε πραγματικό θεσμό αναφοράς από το στάδιο της προανάκρισης μέχρι το στάδιο της μετασωφρονιστικής μέριμνας. Στην περιφέρεια αυτό είναι δυνατόν να συμβαίνει εν τοις πράγμασι, λόγω των ειδικότερων μορφών που λαμβάνει ο κοινωνικός έλεγχος στις τοπικές κοινωνίες, αλλά είναι ανάγκη να συστηματοποιηθεί και κατοχυρωθεί θεσμικά, μέσα και από την ενδυνάμωση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση του πλαισίου λειτουργίας των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων με τη νομοθεσία που διέπει τους ανήλικους παραβάτες. Οι νέες δυνατότητες του συστήματος και τα δικαιώματα που προβλέπονται (αποχή από ποινική δίωξη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης που επιβάλλει περιορισμό, δεύτερος βαθμός εκδίκασης, υπό όρους απόλυση κ.λπ.) είναι αναγκαίο να συνδεθούν με τις αρμοδιότητες των Υπηρεσιών οι οποίες για το σκοπό αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν σε ανθρώπινο δυναμικό, εκπαίδευση και  διοικητική υποστήριξη. Στο πεδίο της πρόληψης εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς, ωστόσο, εκτιμώ ότι ο ρόλος των Υπηρεσιών, όπως και της ποινικής δικαιοσύνης γενικότερα, θα πρέπει να είναι αυστηρά οριοθετημένος και να αφορά αποκλειστικά στις περιπτώσεις όπου διακυβεύεται το καθεστώς ελευθερίας του ανηλίκου που σύμφωνα με το νόμο αντιμετωπίζει δυσκολίες προσαρμογής. Κατά τα λοιπά η πρόληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιότητα ζωής, την κοινωνική πολιτική, το περιβάλλον, την παιδεία, την κοινωνική συμμετοχή και αφορά στο σύνολό τους την κοινωνική λειτουργία και τους θεσμούς. Αντίθετα, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί άμεσα ένα περιβάλλον στοχευμένης διασύνδεσης της δικαιοσύνης (ενδεχομένως στις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων, με παράλληλη αναβάθμισή τους) ειδικά με φορείς παροχής υπηρεσιών υποστήριξης για το ανήλικο θύμα κακοποίησης και  παραμέλησης.

Εάν στη ζωή σας κάνατε άλλες σπουδές και επάγγελμα, ποια θα ήταν αυτά;

Μου αρέσει να ανακαλύπτω τόπους, πράγματα, ανθρώπους και πολιτισμούς. Νομίζω θα σπούδαζα αρχαιολογία ή θα ασκούσα δημοσιογραφία. Ο,τιδήποτε πάντως θα το έκανα με όλη μου την ψυχή.

Πηγή Πληροφοριών:

http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1310733452

Σχολιάστε

Filed under Μετααναγνώσεις

Σχολιάστε