ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ
I
Πόσοι, θεοί χρειάστηκαν για ν’ άποτύχει ενας.
Έσύ φήμη μείνε έδώ στον ξακουστό Έρμη
να μαγνητίζεις βλέμματα — περίφερέ τα
στούς ορθρινούς μηρούς και το παφλάζον φύλο
δείξε τή χαλαρή αύταρέσκεια του χεριού
σάν νά μαδάει ή στάθμη της άνύψωσης
άλλα μακριά άπό τον φόβο πώς θά πέσει
άνάσυρε τή σκίαση πού σέρνεται μεταξωτή άναβολή
άνάμεσα στο γόνατο και τήν τεμπέλα κάμψη.
Έγώ συρρέω ύμνητική
γι’ άλλο κεφάλι έφηβο διστακτικά ωραίο.
Σέ σιδερένια άνάρτηση μπηγμένο
φαντάζει λάφυρο εξαίσιο πού εφερε
ό άποχωρισμος άπ’ το χαμένο κάπου σώμα.
«Εχει το μάρμαρο το χρώμα της γαρδένιας
άρχή-άρχή μόλις τήν κόψουν άπ’ το άσπρο
όταν άκόμα δόλια τήν πλησιάζει τό κιτρίνισμα φορώντας
το δήθεν άθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
πριν νά της δώσει μιά και πλάφ βυθίζεται
σ’ αύτο το μαύρο πράμα πώς το λένε.
Μέ ωριμάζουν κι άλλο σέ άκοίταχτη
τ’ άνεστραμμένα μάτια σβηστά
κι ή άδρανής του στόματος εύχέρεια
μέ κλείνει ντροπαλή και ξαφνιασμένη
στην περασμένη άγκαλιά της ιστορίας των φιλιών.
Διαβάζω: «Ισως άνήκει στον Άντίνοο.
«Ισως; Είναι εδώ ό πασίγνωστος γλύπτης
της άναμονης
ό σκασιάρχης χρόνος
ό άσωτος υιός της άβεβαιότητας;
Γοητευτικός οσο κανένα ναί.
Φοράει τό δήθεν άθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
και τάζεται έραστής στις άρρωστιάρες πιθανότητες.
«Ωσπου τους δίνει μια και πλάφ βυθίζονται
σ’ αύτό τό μαύρο πράμα πώς τό λένε.
Σμιλεύομαι άναμονή.
Μιά κι είναι εδώ αυτός ό έραστής
ύπάρχει καμιά άρρωστιάρα πιθανότητα νά’ρθεις;
«Α, και νά ‘ρχόσουν έστω ως τά μισά τού ϊσως.
Ποιος ήρθε ποιός έπέστρεψε ποτέ έξ ολοκλήρου.
Από την «Εφηβεία της Λήθης»