Η ανάστροφη όψη του ερωτήματος «Ποιοι/ες δικαιούνται να εκλέγουν και να εκλέγονται» αναμφίβολα εντοπίζεται στην αρνητική εκδοχή ποιοι/ες συνταγματικά ή νομοθετικά το στερούνται, με τον εντοπισμό της να υπενθυμίζει, ότι πολλές φορές ακόμη και τα πιο αυτονόητα δικαιωματικά κεκτημένα χρίζουν επαναπροσδιορισμού και κατοχύρωσης.
Την αρνητική όψη του δικαιώματος συμμετοχής, και συγκεκριμένα τον νομοθετικό αποκλεισμό από αυτό των Ατόμων με Αναπηρία, με εστίαση στις Διακριτές Ομάδες των Πολιτών/ισών με Νοητική Αναπηρία και με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας μελετά και αναλύει η Έκθεση, που δημοσιοποίησε ο Οργανισμός των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περίπου προ διετίας, η οποία κατά περιεχόμενο συγκροτεί την πρώτη ερευνητική συγκριτική προσπάθεια του Οργανισμού στο πεδίο των ζητημάτων κοινωνικής συμμετοχής των Ανθρώπων με Αναπηρία.
Η ερευνητική προσέγγιση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. από μεθοδολογική σκοπιά κινείται σε δύο άξονες: έναν νομικό, που παρουσιάζεται εν προκειμένω, μέσω του οποίου συλλέγεται το απαιτούμενο υλικό, εν σχέση με την νομοθετική μεταχείριση του ερευνώμενο αντικειμένου, εδώ του Δικαιώματος Πολιτικής Συμμετοχής των Πολιτών/ισών με Νοητική Αναπηρία και με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας στα 27 Κράτη Μέλη της Ένωσης. Και έναν κοινωνιολογικό, ο οποίος λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τον πρώτο νομικό άξονα και πραγματώνεται μέσω επιτόπιας έρευνας σε 8 Κράτη Μέλη.
Η βαθύτερη αιτιολόγηση της επιλεκτικής αναφοράς από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στους/στις Πολίτες/ισες με Νοητική και Ψυχιατρική Εμπειρία εκκινεί από την παραδοχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και συνάμα την αναγνώριση εκ μέρους του μίας «υψηλής ευαλωτότητας» ή με άλλα λόγια υψηλού βαθμού διακρίνουσας μεταχείρισης κατά το παρελθόν των εν λόγω υπό-ομάδων στόχου.
Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα συμμετοχής των Ατόμων με Αναπηρία στην Πολιτική και Δημόσια Ζωή κατοχυρώνεται στο άρθρο 29 της Διεθνούς Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρία, η οποία εντελώς πρόσφατα κυρώθηκε και από την χώρα μας. Στο συγκεκριμένο άρθρο προβλέπεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν την πραγματική, πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στην πολιτική και δημόσια ζωή, άμεσα ή μέσω αντιπροσώπων τους οποίους επιλέγουν ελεύθερα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος και της δυνατότητας του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των ατόμων με αναπηρία. Η επιλεκτική της μίας ή της άλλης εκδοχής εξαρτάται από τον πολιτιστικό παράγοντα και τις κοινωνικές περιστάσεις στις επιμέρους χώρες μελέτης (δική μας υπογράμμιση).
Πριν την ανάγνωση της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συγκριτικής επισκόπησης επισημαίνονται εκ μέρους μας τα εξής εν είδη πρώτης και όχι δεύτερης σκέψης:
Πρώτον, υπέρ των δύο μελετώμενων Ομάδων Ενδιαφέροντος, ήτοι των Ανθρώπων με Νοητική Αναπηρία και με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας στην πράξη καταφάσκονται ενισχυμένοι αποκλεισμοί του δικαιώματος τους να εκπροσωπούνται και αυτό είναι κάτι, που επιβεβαιώνεται διεθνώς, εν σχέση με τις λοιπές Ομάδες Πολιτών/ισών με Αναπηρία. Η παροχή εγγυήσεων επομένως και η θωράκιση του δικαιώματος τους συμμετοχής στην πολιτική και δημόσια ζωή καθίσταται θεμελιώδης.
Δεύτερον, κάποια ερωτήματα απαντώνται χωρίς περιστροφές μέσω των νομοθετικών επιλογών.. και οι νομοθετικές επιλογές περισσότερο από την τόλμη προσαπαιτούν γνώση, ευρεία αντίληψη βούληση πραγμάτωσης της ισοτιμίας και διεκδικήσεις σε όλα τα επίπεδα από το νομικό ως το κινηματικό.
Τέλος τρίτον, η λειτουργικότητα ενός/μίας Πολίτη/ισας με Νοητική Αναπηρία ή με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας συνιστά ένα ασφαλές – άκρως κοινωνικό κριτήριο, ως προς την αξιοποίηση του οποίου οφείλουμε να στραφούμε χωρίς δισταγμό και στην χώρα μας… Εάν βέβαια και εφόσον επιθυμούμε να πραγματοποιήσουμε βήματα προς το μέλλον… και όχι οπισθοδρόμησης. Συνέχεια